Τρίτη 2 Ιουλίου 2019

Θρυμματισμένοι κόποι

Στη σκιά των στίχων μου ταξιδεύω
δίχως σταθερή πυξίδα στο χάρτη
κωπηλατώντας μια ξύλινη βάρκα
φτάνω σε αδιέξοδο του χρόνου μονοπάτι.

Δαμάζω τα κύματα ένα προς ένα
όνειρα ανακαλύπτω τσαλακωμένα
νήματα σκότους θυμίζουν τεντωμένα.

Και εκεί που παλεύω τα μάγια να λύσω
μια γοργόνα έρχεται ξωπίσω
μακριά φύγε, μου λέει, απ’ αυτά τα μέρη
μην περιμένεις να ‘ρθει πάλι καλοκαίρι.

Δεν είναι αλήθεια, της ψιθυρίζω
εκλογές έχουμε και ελπίζω
όλα μπορούν να τεθούν σε λειτουργία
ο κρατικός μηχανισμός δεν θα ‘χει απεργία.

Μην αυταπατάσαι παιδί μου,
δακρυσμένη συνεχίζει
εδώ όποιος την τύχη του αναζητά
φοβάμαι άδικα ελπίζει
όλοι κοιτούν την τσέπη τους πως θα γεμίζουν
τους κόπους σου στα θρανία θρυμματίζουν.


 Β.Κ. ( Μ.Α. ) 2019 / 07/ 02  Μ.Α.

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2019

_______Στην Υγειά Μας________


Πλησιάζουν οι εκλογές
ντόρος πολύς γίνεται για αυτές
οι δημοσιογράφοι δίνουν- παίρνουν
το κομποσκοίνι των υποψήφιων σέρνουν.
Από τη μια ο Ένας τάζει
απ’ την άλλη ο Άλλος βράζει
ψηφίστε Αυτόν όλοι λένε
αναρωτιέμαι αύριο ποιοι θα κλαίνε.
Τα τηλεοπτικά κανάλια πήραν φωτιά
τα παντελόνια μας γίνηκαν κοντά
καλούν υποψήφιους στις ειδήσεις
πυρά στιγματίζουν τις εξελίξεις.
Άραγε έχει ωριμάσει το σταφύλι
ή μήπως άγουρη η γεύση του στα χείλη
μοιάζει αδιανόητο ο καθείς να καταλάβει
μεθαύριο τι κρασί θα μεταλάβει.
Τα μάτια σου λαέ μου, άνοιξε να δεις
οι καρέκλες φάρδυναν για τους ευτραφείς
το μοναδικό σου λιγοστό σκαμνί
ολοένα στενεύει και αιμορραγεί.
Β.Κ. (Μ.Α.) 2019-07-01

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2019

16 Ετών ( Παιδί )

Δίχως τα βλέφαρα να κινηθούν
μήπως κι εχθροί μ’ αντιληφθούν
κλεφτές ματιές στην πόλη έριχνα  
καθώς στο λόφο ήμασταν αραδιασμένοι
τσουβάλια άδεια, με ανησυχία γεμισμένοι.

Μαύρος καπνός σκέπαζε το παρελθόν
μπαρούτι μύριζε το παρόν.
Κι εμείς, ορθοί στημένοι, ώρες πολλές
απέναντι στα κανονιοβόλα
μας σημάδευαν
αδίσταχτων εκτελεστών τα πυροβόλα.

Τα δευτερόλεπτα έτη αναμονής
τα λεπτά αιώνες αγωνίας
εκκωφαντικοί οι χτύποι της καρδιάς μας
άτονες οι ανάσες της σιγαλιάς μας.

Το χέρι μου ο πατέρας σφιχτά κρατούσε
του αδερφού μου, πιο σφιχτά να μην φοβάται
καθότι παιδί εντεκάχρονο αυτός
κι εγώ, παλικάρι αμούστακο
τα νιάτα μας λυπάται.

Τελευταία εικόνα που μου ‘ρχεται στο νου
είναι εκείνη της μάνας μου
στην αυλόθυρα του σχολείου στριμωγμένη
στο βλέμμα της η απορία ζωγραφισμένη
το πρόσωπό της αυλάκωνε η αγωνία,
η θλίψη, το μίσος και η αδικία.
Αναρωτιέμαι μα δεν τολμώ να το ψελλίσω
πέθανε ή ζει ,άραγε θα τη δω όταν γυρίσω.

Ακούσαμε φωτιά πως βαλαν στο σχολείο
ράγισε η ανάσα μας  στα δύο
κοιταχτήκαμε με βλέμμα λυπημένο
άδικο κι αδίσταχτο το κατεστημένο.

Κάποιοι ρώτησαν
τι θα κάνετε με εμάς
τα σκυλιά που αλυχτούσαν
διφορούμενα απαντούσαν
θα έρθει και για εσάς ο μποναμάς.

Νεκρώθηκε ο στοχασμός
κατέλαβε τη θέση του ο φόβος, η αγωνία
αδημονούσαμε να δούμε τι θα γίνει
ποτάμι το δάκρυ έσταζε,
έβραζε η ανάσα σε καμίνι. .

Το σύνθημα ακούστηκε απ’ την πόλη
φωτιά πήρε το βόλι
σαν πούπουλα ελεύθερου Γιατί
πέφτουν οι πρώτοι στο λόφο του Καπή .

Δεν πρόλαβα ν’ αρθρώσω λέξη
νεκρός  κι ο πατέρας του Αλέξη
πέφτουμε με τον αδερφό μου πιο εκεί
της στιγμής ιδέα ,αστραπιαίος στοχασμός
να γλιτώσουμε του εχθρού τον πυροβολισμό.

Τα αδίσταχτα σκυλιά
δεν αρκούνται στο αίμα που κυλά
ανάμεσα στα πτώματα περπατούν
αναποδογυρίζοντάς Τα
όποιο αναπνέει ακόμη , ποδοπατούν
ρίχνοντάς Του τη χαριστική βολή
δολοφονώντας και το τελευταίο παιδί.


Β. Κ . (Μ.Α ) 2019-06-25






Πέμπτη 13 Ιουνίου 2019

Απολιθωμένο όνειρο

Κυλά το δάκρυ της δροσιάς
στο απολιθωμένο όνειρο
αλαβάστρινο
 ρέει στο διάβα του,
γίνεται πηγή έμπνευσης 
αποδοχή ζωής
.
Πότισε το βασιλικό που κείτονταν αμέριμνα
στο πέτρινο πρεβάζι
και κατηφόρισε στο γιασεμί
που φλυαρούσε με τον ήλιο,
στα κρίνα που επαι
νούσαν την πνοή του ανέμου.
Τα πέταλα πλημμύρισαν με προσμονή
κι οι στήμονες με όνειρα
αποθηκεύοντας τη γύρη της ελπίδας
.

Γίνηκαν οι ρίζες απαράμιλλες
εμπρός στην οξυδέρκεια του λόγου
.

Μίλησε το φεγγάρι θαρρώ
τόλμησε να πει μια καλημέρα 
στην ξεχασμένη μουριά .

Β. Κ. (Μ.Α)

Σάββατο 8 Ιουνίου 2019

Κουβέντες σοφές

Πρωί – πρωί , πριν βγει ο ήλιος και πυρώσει
μονοπάτι διάβαινα, με ανήφορο το ‘χαν στρώσει
πριν φτάσω στην πρώτη κορυφή, την ξυλογαϊδάρα
τρέμουλο και σύγκρυο μ’ έπιανε, γιατί είχε αντάρα.

Παιδιά κοιμόντουσαν καταμεσής στο δρόμο
ποτέ τους δεν φοβόντουσαν τον αγρονόμο
ο Δήμος  θυμάμαι, ο Γιάννης κι ο Λάκης
κάτω από βράχους τους έβρισκα πολλάκις.

Ένα από εκείνα, θυμάμαι, τα πρωινά
κουρασμένη εμφανίζομαι από μακριά
κατάχαμα να κείτεται πουκάμισο, βλέπω μπλε
ποιος να’ ναι άραγε κάτω απ’ τον μπερέ.

Σημασία δεν δίνω, προσπερνώ και φεύγω όπως-όπως
πιο πέρα σκέφτομαι, κάποιος κοιμάται ποικιλοτρόπως
πίσω γυρίζω, πλησιάζω κοντά  και τι να δω:
ο Τελόγιαννης κοιμάται πέραν τις οχτώ.

Σήκω Γιάννη, μόνα τους τα γίδια παράτησες
τις ορμήνιες  του πατέρα σου παράκουσες
Σαν γλεντάς τη νύχτα , σπίτι να γυρνάς μετά τις έξι
μην τυχόν και παραπατήσεις , να προλάβει να φέξει.

Σαν βγαίνει ο ήλιος στου παπά το κλήμα
συνεχίζει ο Τέλης , Τότε θα ‘ναι κρίμα
στ’ αλωνάκι , στα βράχια η σελήνη σαν φτάσει
το παιδί σου με ζήλο θα έχει τον ύπνο ξεπεράσει.

Σοφές κουβέντες , όλο περίσκεψη κι υπομονή
ποιος τις άκουγε τότε με προσοχή
σαν ο Τέλης έφυγε για ταξίδι δίχως γυρισμό
τότε ο Γιάννης στοχάζεται με μαρασμό.

Ο παπάς της Δίβριτσας στο χαιρετισμό του,
το είπε ευκρινώς
απόγονο πίσω του άφησε ο Τέλης, το Γιάννη,
τίμιος και σωστός
τα σκήπτρα θέλει να του δώσει
κερί και λάδι να πιστώσει
ξέρει πως έχει κτήμα με ελιές
παραδίπλα στις πορτοκαλιές
ένα μπουκάλι λάδι τη χρονιά
θα δίνει σε κάθε εκκλησιά.


Β.Κ. (Μ.Α). 2019-06-08

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2019

Από το χθες στο Σήμερα

Αμέριμνη στεκόμουν στο διπλανό παρτέρι
κι αγνάντευα δυο γριές γυναίκες με τσεμπέρι
ποιες να’ ναι άραγε, και τι να λέν’ με ντόρο
καθώς στρογγυλοκάθονται στης αυλής το χώρο

Η μια είν’ η γυναίκα του Σπύρου, η Βαγγελιώ
η άλλη ήταν η Τέλαινα την έλεγαν Αγγέλλω
κουβέντα στήσανε στον ίσκιο που έφερνε η Σελήνη  
η μια κοίταγε τον Πητεμό κι άλλη το Βεσίνι.

Με πειράγματα μεταξύ τους μονολογούσαν
τα χρόνια τα παλιά αναπολούσαν
Πως πέρασαν, λέει η Αγγέλλω, τα χρόνια
θυμάσαι Βαγγελιώ όταν έρχονταν τα χελιδόνια

Φωλιές έχτιζαν στις πέτρινες σκεπές μας.
κι εμείς χαρούμενες στις όμορφες αυλές μας
ακούγοντας τα πρόβατα κι ένα κοπάδι γίδια
κάθε χρονιά θαρρώ πως έρχονται τα ίδια.

Θυμάσαι Αγγέλλω τέτοια εποχή είχε πολύ χορτάρι
πρωί- πρωί ζαλωνόμασταν στον ώμο το ταγάρι
σαν χάραζε ήμασταν μες στον Αη- Λιά, στην κορυφή
αγναντεύοντας το κατάκολο μας έπιανε ταραχή.

Κατόπιν κατηφορίζαμε, στην πέρα ράχη πάμε
φρέσκη κουλούρα και τυρί στη μούσγα για να φάμε
μαζεύαμε τα πρόβατα στου Γιούτσου το λημέρι
αρμέγαμε από νωρίς, πριν μας πιάσει μεσημέρι.

Γάλα πιάναμε πολύ, γεμίζαμε πολλάκις την καρδάρα
τυροκομιό είχαμε στα δέντρα στην ξυλογαϊδάρα
υποχρεώσεις  πολλές, τα χωράφια ήταν νοικιασμένα
για να ξεχρεώσουμε δέκα κιλά τυρί δίναμε στον καθένα.

Πώς να ξεχάσω Βαγγελιώ το θέρο, τ’ αλώνι ,το πότισμα, τον σκάλο
παρέα με τον Σταύρο, την Τασία και το Γιάννη  συντάσσαμε πλάνο
ολημερίς θερίζαμε με κολατσιό μονάχα, αποβραδίς δεμάτια δέναμε,
πριν φέξει κι ο ήλιος βγει , φορτώναμε τα ζα ,στ’ αλώνι τα πηγαίναμε.

Το βράδυ σαν μαζευόμαστε στο χωριό, στης εκκλησιάς τ’αλωνάκι
τους άντρες συναντούσαμε τσίπουρο να πίνουνε, να έχουνε μεράκι
γυναίκες ελάτε καθίστε εδώ, μας φώναζαν, αντάμα να τα πιούμε
έχει ο Θεός και για μας τους φτωχούς, ως αύριο κάτι θα σκεφτούμε.

Γεράσαμε Βαγγελιώ, βαραίνουν τα χρόνια μας στην πλάτη, τι περιμένεις
ρόζους στα χέρια, στο μέτωπο αυλακιές, ο χάρος μας καρτερεί, μην επιμένεις
Σουτ! Αγγέλλω, τι είναι αυτά που σκέφτεσαι, μην λες τέτοια κουβέντα
εμείς θα του ξεφύγουμε, εξαίρεση είμαστε, σείονται τα ντοκουμέντα.

Δίχως να μας ρωτήσει τους άντρες μας πήρε κι Εσένα το παιδί σου
δεν πρόκειται να το κουνήσουμε ρούπι απ’ την αυλή σου
Αχ ρε Βαγγελιώ, αν έπιαναν αυτά στον κάτω κόσμο, στον Άδη
χαρούμενοι θα είμαστε, δεν θα’ χαμε στην καρδιά ποτέ σκοτάδι.

Β.Κ. (Μ.Α).
Μάιος 2019 ( 2019-05-26 )


Τετάρτη 5 Ιουνίου 2019

Kουβέντα Συζυγική

Η Βαγγελιώ έσκαβε
στη Γούβα όλη μέρα
κι ο Σπύρος αγνάντευε
παίζοντας φλογέρα.

Έλα βοήθα αχρόνιαστε
μην κάθεσαι εκεί πέρα
δυο παιδιά μικρά έχουμε
να φάνε θέλουν κάθε μέρα.

Μη με μαλώνεις Βαγγελιώ
μονάχα ένα μεράκι έχω
θα μας ακούσει όλο το χωριό
κατόπιν δεν θ’ αντέχω.

Φύτευε εσύ το περιβόλι
Εγώ πάω ξύλα να μαζέψω
να βράσουμε κανα φασόλι
έχω και τα πρόβατα ν ‘αρμέξω.

Άντρα δεν κατάλαβες καλά
έχω καμιά δεκαριά αρνιά
πρέπει τούτα να ταΐσω
κι ύστερα να τα ποτίσω.

Για πες μου ρε γυναίκα
που ‘σαι έξυπνη για δέκα
σήμερα δεν είναι σχόλη
γιατί φυτεύεις περιβόλι.

Προς το παρόν άστα να ρημάξουν
τ’ αρνιά μας θέλω να βυζάξουν
έχει ο Θεός ως τη Δευτέρα
κάτι θα γίνει και εδώ πέρα.


Β.Κ. (Μ. Α).  2019-06-05

Τρίτη 4 Ιουνίου 2019

Των γυναικών τα γέλια

Η Αγγέλω, η Σοφία κι η Γιωργιά
στη ράχη βγήκαν πριν τις εννιά
μακρόσυρτο βιλάρι να μαζέψουν
τον αργαλειό νωρίς να στέψουν.

Έρχεται και η Βαγγελιώ
γέλια ακούγονται σ’ όλο το χωριό
Γυναίκες, λέει, του Σταύρου η Τασία
κόλλυβα πάει στην εκκλησία.

Της Κεκέπως το φουστάνι
γύρω-γύρω τρύπες έχει κάνει
λέτε να το έφαγε ο σκόρος
ή του Σταυραντρέα ο σπόρος.

Της Σπήλιαινας οι καρυδιές
φέτος στέρφες μείναν οι καψερές
ενώ, του Καρυδόγιαννη οι κερασιές
γεμάτες καρπό είναι κι ανθηρές.

Στην κρύα βρύση η Παναγιώτα
πλένει ένα τσουβάλι χόρτα
άραγε κάτι νόστιμο να ετοιμάζει
ή το σώβρακο του Αρίστου κατεβάζει.

Παραδίπλα η Χαρίκλεια του Ρετσινά
κουρελούδες με τον κόπανο χτυπά
του Καλύβα μεγαλοπιάνεται η γυναίκα
ενοχλείται βλέπεις πριν τις δέκα.

Η Πατρίνα αλαφιασμένη ειδοποιεί
το νεροπούλο που σήμερα αργεί
η στέρνα νερό ως απάνω έχει γεμίσει
Χαρίλαε,φώναξε την Πηνελόπη να ποτίσει.

Κυνηγά στης Μυρόνας την αυλή
η Σουλτάνα τον Ντέρτη πρωί- πρωί
άντρα μου έλα, κάθισε εδώ
στο διάσελο δεν μπορώ να ‘ρθω.

Μαλλιά ξαίνει η Χρυσούλα
την Κανέλα φωνάζει η Νικούλα
στο παραθύρι βγαίνει η Διαμάντω
στου Μόνια τον κήπο κάνει κουμάντο.

Του Σπηλιάκου τη Γιωργούλα
πόνοι την έπιασαν στα ούλα
τρέχει, στο Δήμο πάει
με την τανάλια το δόντι της χαλάει.

Η Δήμαινα η καημένη
φωνάζει λυπημένη
σήμερα Γιωργούλα μη φας
τα δόντια σου να τα φυλάς.

Στ’ αλωνάκι η Βλαγκοπούλου Αμαλία
φορώντας μαύρη κελεμπία
με ανυπομονησία τον ταχυδρόμο καρτερεί
παιδιά έχει η καημένη στην Αμερική.

Του Γιούτσου η κυρά- Διονυσία
αγναντεύει σκεφτική απ'την πλατεία
ταξίδι ετοιμάζεται να κάνει αλαργινό
πολύ μακριά θα στήσει το νοικοκυριό.

Του Βαρδόγιαννη η Κρίνα
κλέγοντας ξεκίνησε για την Αθήνα
το Γιάννη ψάχνει εδώ και καιρό στο Μύλο
που κλέφτηκε κρυφά με τη Βασίλω.

Του Λαζουρά η γυναίκα, η Βακώ
απ’ το πρωί ψάχνει σ’ όλο το χωριό
στου Τσεκουλογιώργη το σπίτι πάει
την κόρη του την Ολυμπία ρωτάει.

Η μάννα σου Ολυμπία που ξενυχτά
κάθε βράδυ με φακό τη βλέπω να γυρνά
Στην πεθερά της την Αντρίκαινα πηγαίνει
ψήφισμα με συμβούλιο κάθε βράδυ βγαίνει.

Του μπαρμπα- Νίκου η Θοδώρα
από βραδύς ετοιμάζει πλούσια δώρα
την κόρη της την Λαμπρινή παντρεύει
τα ταψιά και τα τεντζερέδια της σμιλεύει.

Τα νέα συνεχίζει, η Βαγγελιώ να λέει
απ’ τα γέλια κατουρήθηκε και κλαίει
γυναίκες, τι να πούμε η ώρα να περάσει
η Ευθυμία ξύπνησε πρωί αυγά να βράσει.

Ακούτε Γυναίκες ,ένα έχω να σας ειπώ
η Θανάσω λέει, θέλω να παντρευτώ
μα ο Καπετάνιος επίμονα αρνείται
ψάχνει για κότες στα ρέματα, φυλαχτείτε.

Κάπως έτσι, ευχάριστα πέρασε η ώρα
χαμπάρι δεν πήραν, έπιασε μπόρα
στου Νιόνιου το μπαλκόνι τρυπώνουν
τα ράσα του παπα- Νίκου φουντώνουν.

Β.Κ. (Μ.Α). 2019-06-04



Δευτέρα 3 Ιουνίου 2019

Το τρίτο Μάτι της κάλπης

Απόψε η στάνη άδειασε νωρίς
Αδερφέ μου που είσαι για να δεις  
αναμετρήθηκαν τα υπάρχον ζωντανά
πίστεψαν καρπούς γέμισε η γειτονιά.

Πρόβατα είναι αυτά, τι περιμένεις
μυαλό δεν βάζουν μην επιμένεις
με σανό τρέφονται ολημερίς
γι’ αυτό κοιμούνται από βραδύς .

Ήθελαν, λέει , να τιμωρηθεί ο αφέντης
ιδού  το αποτέλεσμα της ατζέντης
σύντομα θα ξεραθούν τα χόρτα
στη βαρυχειμωνιά δεν θα ‘χουν πόρτα.

Το καλαμπόκι θα ακριβύνει
στα σακιά σιτάρι δεν θα μείνει
θα περικοπεί το δέος
ανεβάζοντας το χρέος.

Τα όνειρά τους θα παιδέψουν
ως και το καζάνι τους θα κλέψουν
αγελάδες δεν θ’ έχουν πια ν’ αρμέξουν
τα παιδιά τους για να θρέψουν.

Πολλοί μαζεύτηκαν στο καφενείο
λουκέτο μπαίνει στο διπλανό κουρείο
από εδώ και στο εξής , παγωνιά θα φέξει
μήτε η γκλίτσα του τσοπάνη δεν θ’ αντέξει.

Αδερφέ μου, μην συλλογιέσαι άδικα
η γνώση πάει βόλτα στα σκυλάδικα
εκεί στήνεται το γλέντι τώρα
των βουβαλιών έφτασε η ώρα.

Μια συμβουλή σου δίνω για το τέλος
μην υποκύψεις σε κανένα βέλος
ορισμένως Αδερφέ μου  θα συναντηθούμε
σε μια γωνία του δρόμου θα ειδωθούμε.

  Β.Κ. (Μ.Α). Ιούνιος- Ιούλιος 2019



Πέμπτη 30 Μαΐου 2019

Βήματα νόστου


Ανηφορίζοντας στα Κουγελέικα
κάποτε μουλάρια υπήρχαν δέκα
τώρα με ρόδα και πατίνι
ανεβαίνεις προς το Βεσίνι.

Στην κρύα βρύση στέκεις
δροσιάς όνειρα πλέκεις
κι όσο πλησιάζεις
αναζητάς, τρομάζεις.

Οι δρόμοι  γεμάτοι βάτα
παντού αγκάθια αφράτα
παλιά ήταν τα περιβόλια
της άνοιξης αραξοβόλια.

Λάστιχα γέμισαν τα ρυάκια
νερόφιδα τ’ αυλάκια
σπίτια ορθάνοιχτα, αδειανά
καλύβια έρημα μεσημβρινά.

Κείτονταν κι η εκκλησιά
μονάχη είσαι Παναγιά
στο προαύλιο στέκεσαι ολημερίς
του νόστου επισκέπτες καρτερείς .

Απόσκιο πλάκωσε νωρίς
και φέτος ο χειμώνας βαρύς
δεν θ’ ακουστούν πουλιά
μόνο των γερόντων ουρλιαχτά.

Βεσίνι ! Τόπος ιερός
από αναμνήσεις υγρός
κάθε πέτρα και σκαλί
γέλιο, δάκρυ ως το πρωί.

Β.Κ. (Μ.Α). 2019-05-31



Τρίτη 28 Μαΐου 2019

Κάλπη ιι / Σατυρική δια-ροή

Πούλμαν βάζει ο Λαζουράς
πούλμαν και ο γαλατάς
να κατεβούν οι ψηφοφόροι
μη μαλλιοτραβηχτούν οι κοκόροι. 

Την Κυριακή σαν ξημερώνει
μαζεύτηκαν όλοι οι γειτόνοι
στην πλατεία της Ομόνοιας
ετεροδημότες της διχόνοιας.

Εσπευσμένα αναχωρούν για το χωριό
θέλουν μερίδα στο νοικοκυριό
να ρουφήξουν ως το μεδούλι
του μεταξοσκώληκα το κουκούλι.

Στη διαδρομή ανάβουν τα αίματα
κολάζουν τα ψέματα
φωνάζουν στον οδηγό θέλουμε στάση
καθώς κατούρημα τους έχεις πιάσει.

Στο χάνι του Καλαθά
φτάνουνε κατά τις εννιά
τους περίμενε το χρέος
του Αη – Γιώργη το δέος.

Το χωριό είναι γεμάτο
με αφίσες ως τον πάτο
τα τριαντάφυλλα ανεμίζουν
τα γαρίφαλα δακρύζουν.

Έξω απ’ το σχολειό
κόσμος μαζεμένος σορό
με χαμόγελα πλατιά
και ψηφοδέλτια στην ποδιά.

Β.Κ. (Μ.Α).  2019-06-02


Κάλπη I / Σατυρική δια-ροή.

Καθώς αγνάντευα τις αχλάδες
μου ‘ρθαν στο νου καταβολάδες
θυμήθηκα τα παιδικά μου χρόνια
που έπαιζα αμέριμνος στ’ αλώνια.

Πεντόβολα , κουτσό κι αμπάρα
έτρεχα ως την ξυλογαϊδάρα
τα βόδια να μαζέψω
νωρίς για να τα αρμέξω.

Ξωπίσω μου η Στέλλα
Ω! τι γλυκιά κοπέλα
την ψήφο μου αναζητά
λέει πως θα ‘ναι αργά μετά.

Τι έφτιαξες Στέλλα στο χωριό
όσο ήσουν στο νοικοκυριό
αναρωτιέμαι τέσσερα χρόνια
τίποτα δεν θωρώ, μα μόνο πιόνια.

Έργα έφτιαξα πολλά
ανοίξτε τα μάτια σας πλατιά
του χωριού το σιντριβάνι
που ‘χει τα χόρτα ως το ταβάνι.

Η στροφή για το Βεσίνι
για χρόνια ανέπαφη είχε μείνει
εγώ την άνοιξα κι αυτή
λίγες μέρες πριν την εκλογή.

Άμαθη ήμουν κι εγώ
έμπειρη τώρα έγινα θαρρώ
ο δήμαρχος με εκτίμησε
με θέση υπεύθυνη με τίμησε.

Την επομένη είχαμε εκλογές
μα οι κάλπες είν’ σκληρές
τιμωρούν τους επιστάτες
κι όλους τους αποστάτες.

Κλαίει η Στέλλα
που ‘χασε τη σέλα
τώρα το γαϊδούρι τρέχει
να βοσκήσει όσα έχει.

Β.Κ. (Μ.Α).  2019-05-26  


Τρίτη 21 Μαΐου 2019

Αποδήμηση

Ανηφορίζοντας προς τον Αη – Λια
το Φώτη βλέπω να σκαλίζει
τα περιβόλια του στα Βαρικά
με κρύο νερό ποτίζει.

Απέναντι στο Στήλο
ο Γιούτσος σιτάρι θερίζει
στης Γιωργιάς το μύλο
το αλεύρι κοσκινίζει.

Φτάνοντας και στις αχλάδες
ο Τέλης κάθεται θαρρώ
αγναντεύει τις κυράδες
ρούχα να πλένουν στο νερό.

Στην πέρα – Ράχη ο Παναγής
ψάχνει μια γίδα γεννημένη
αναρωτιέται εξ’ αρχής
που να ‘ ναι η ευλογημένη.

Στη Μούσγα συναντώ τον Καρυδόγιαννη
τ’ άρματά του ζωσμένος στο ταγάρι
κολατσίζει με τον Τσοιυραπόγιαννη
με βροντερή φωνή καλεί τον Γιαννακάρη .

Ρε Εσύ Γιάννη, μην είδες
απ’ το πρωί  τις αναζητώ
κάτι ρούσες γίδες
το καλύβι μου βρέθηκε ανοιχτό.

Στον απάνου κάμπο η Παναγιώτα
καζάνι άναψε θαρρώ
τριγύρω του μαζεύει χόρτα
παστό θα κάνει  χοιρινό.

Γιορτή έχουμε απόψε μεγάλη
μου λέει, του Γιαννακάρη η Φανή
όλα είναι έτοιμα με χάρη
πριν το φεγγάρι να φανεί.

Φτάνοντας στου Γιάννη τ’ αλώνι
έπιασε ψιλή βροχή
ο Βαρδόγιαννης αγριεμένος μαλώνει
με του Ντέρτη το παιδί.

Ανυπόμονος ο Λαζουράς
στη Χότσα καρτερεί
Νασιώτικος  καυγάς
στήθηκε απ’ το πρωί .

Κατάκοπος φτάνω στο χωριό
όπου με καρτερούσαν όλοι μαζεμένοι
κάτω απ’ το καμπαναριό
κι ολονυχτίς ρωτούσαν απορημένοι.

Παπά- Σπύρο πες μας τι βλέπεις
στον κάτω κόσμο πως περνάς
ο Άδης είναι σκληρός και κλέφτης
δύσκολα τον ξεγελάς.

Β.Κ. (Μ.Α).   2019 / 5 / 21







Κυριακή 19 Μαΐου 2019



Με τα βιολιά στο Βεσίνι 1970

Δια- πίστωση

Γιάννη τον λέν’ τον πρώτο-γιο
του Τέλη το καμάρι
όπου ολημερίς κράταγε θαρρώ
την γκλίτσα του με χάρη.

Από μικρός τα γίδια λάτρευε
και ακόμη συνεχίζει
καθώς πηγαίνει στο χωριό
του Δήμου το κοπάδι σελαγίζει

Αχλάδες, προσήλιο, γούπατα
θυμάται τα παιδικά του χρόνια
δρασκελίζοντας τη ρεματιά
φτάνει και στ’ Αγγελέικα αλώνια.

Του Γιαννακάρη το Θοδωρή
ήλπιζε κάθε φορά να συναντήσει
στο ξεροσακούλι και στα γουβιά
τα νέα της Γορτυνίας να του εξιστορήσει.

Μ’ ένα σάλτο, στου Γιάννη τ’αλώνι,
στο διάσελο, στον Ντέρτη βρισκόταν
στη χότσα και στους Μπαρμπούς,
τα γίδια του να στρέψει ονειρευόταν.

Στο διασελάκι του Καρυδόγιαννη
κρεμούσε το ταγάρι
στης μούσγας το δροσερό νερό
κορύτες έφτιαχνε με χάρη.

Τα πρόβατα να πιούν νερό
τα γίδια να ξεδιψάσουν
σαν πάρουν τον ανήφορο
στην πέρα- Ράχη να φτάσουν.

Στο δέντρο του Σταύρου, στις Αχλάδες
τη στρούγκα του είχε ετοιμάσει
με ζήλο πρωί και βράδυ άρμεγε
φρέσκο τυρί να δοκιμάσει.

Κατηφορίζοντας α’ το Στήλο στην τσελεκωνιά ,
το λιβάδι του Αη- Λια θωρούσε
στο τσιουρούμπι να πάρει ανάσα, κάθεται
τα κουδούνια ν’ ακούσει καρτερούσε.


Β.Κ. (Μ.Α).     2019-05-19  

Πέμπτη 16 Μαΐου 2019

Δια - μαρτυρία

Και τι δεν θα ‘δινα
τα τελευταία μου χρόνια
να ‘ναι πάντοτε εκεί
ανέμελα στ’ αλώνια.

Αν έγκαιρα φρόντιζαν οι προεστοί
το δρόμο να είχαν φτιάξει
το σούρουπο όλοι μαζί οι χωρικοί
τα φώτα της ΔΕΗ θα είχαν ανάψει.

Άραγε εσκεμμένα ολιγώρησαν
αναρωτιέμαι τώρα
ίσως κάτι θα τους έταξαν
την κρίσιμη εκείνη ώρα.

Έτσι, αποφάσισαν
δίχως δεύτερη σκέψη
οι αναμνήσεις του χωριού
νωρίς να ‘χουν στερέψει.

Χούντα ήτανε θαρρώ
το καθεστώς ε-τότε
τρία χωριά μαζεύτηκαν
στου κάμπου το φόρτε .

Του γέρο- Χρήστου του στρατηγού
δεν τ’ άρεσαν τα μαντάτα
το χέρι χώνει στην τσέπη του βαθιά
να φτιάξει αποφάσισε τη στράτα.

Πρότεινε δε ,ο δρόμος
απ’ τις τρόκλες ν’ ανηφορίζει
δεν είναι το έδαφος σαθρό
και δύσκολα βυθίζει.

Ατίθασοι οι προεστοί,
τα λόγια του δε σεβάστηκαν
διάλεξαν ο δρόμος να φτιαχτεί
όπως αυτοί φαντάστηκαν.

 Συνεπώς χαράχτηκε,εκεί όπου
δεν θα χρειάζονταν πολλά φουρνέλα
καθώς θα τελείωνε νωρίς
λεφτά θα τους έμεναν ακόμη και στη φανέλα.

Β.Κ. (Μ.Α).
2019-05-08


Τρίτη 14 Μαΐου 2019

Πρωτόλεια σχολικά χρόνια

Οχτώ η ώρα καθημερινά
χτυπούσε η καμπάνα
ειδοποιούσε όλα τα παιδιά
μην κάνουνε κοπάνα.

Πηδούσε ο Πάκης  τα σκαλιά
τρέχοντας να πάει σχολείο
εγώ καθόμουν στην ποριά
ονειρευόμουν ξύλινο θρανίο.

Ο Γιουτσόγιαννης πίσω του θαρρώ,
του τσεκουλογιώργη η Μαρία,
του Τσεκουλόγιαννη  η Λενιώ
αμέριμνη στη γεωγραφία.

Του Σπηλιάκου τα παιδιά
ξεχνούν την μπάλα της παρέας
νυστάζει στου Φώτη τα σκαλιά
του Αρίστου ο Αντρέας.

Η Βάσω του Γάτσιου κι η Μαρία
φωνάζουν την Πηνιώ
όπου μονάχη κάθεται σε μια γωνία
το Γιώργη καρτερεί θαρρώ.

Ο Περικλής του Παναγή
ετούτη τη χρονιά είναι τιμωρημένος
το Πάτερ Υμών να λέει κάθε πρωί
καθότι ο βαθμός του βρέθηκε αλλαγμένος.

Ο δάσκαλος στην πόρτα καρτερεί
συλλέγει τα ξύλα ένα- ένα
η σόμπα στο βάθος ψυχορραγεί
των παιδιών τα χέρια παγωμένα.

Απ’ το τζάμι κοιτάζει αγέρα και βροχή
που δεν λένε να ησυχάσουν
το νου του δεν έχει στην προσευχή
τα κεραμίδια σκέφτεται, θα σπάσουν.

Χιόνι πολύ, προβλέπεται από νωρίς
κι αυτή η βαρυχειμωνιά
τσουχτερό κάνει το κρύο εξ’ αρχής
θα’ χουμε δύσκολη η χρονιά . 


Β.Κ. (Μ.Α). 2019-05-14


Δευτέρα 13 Μαΐου 2019

Η γειτονιά μου

Στο πάνω μέρος του χωριού
βρίσκονταν η γειτονιά μου
σπιτάκια τρία στη σειρά
κούρνιαζαν σιμά μου.

Στης αυλής τη μάντρα
θρονιαζόταν η σκάφη με τ’ ακόνι
στα πέτρινα λαξευτά σκαλιά
καθόταν η γιαγιά με το βελόνι.

Στο φούρνο έψηνε η μάνα μου
τα ζυμωτά  καρβέλια
φεγγοβολούσε όλη η γειτονιά
απ’ των παιδιών τα γέλια.

Στον πλάτανο της εκκλησιάς
τσίπουρο κερνούσε του Φώτη το καφενείο
παπάς, δάσκαλος και γραμματικός
κολιτσίνα έπαιζαν πλάι στο σχολείο.

Κατά τις δέκα το πρωί ξανάφενε*
απ’ της Αγια- Παρασκευής τη στράτα
ο κυρ- Πάνος, ταχυδρόμος του χωριού
φορτωμένος στην τσάντα του μαντάτα.

Όλοι έτρεχαν να τον υποδεχτούν
στης εκκλησιάς το πέτρινο αλωνάκι*
η Περσεφόνη, η Παναγιώτα, η Μαριγώ
απ’ τους φίλους περίμεναν ραβασάκι.

Όταν κουδούνια ακούγονταν  
στου Αη Λιά* το πλάι,
ο Τέλης, φύλακας πιστός στα Βαρικά*
το περιβόλι της Γιωργιάς φυλάει.

στου Σταχταλώνι*  ο Αρίστος
τα πρόβατά του σαλαγούσε
κι ο Σπύρος στην Τσελεκωνιά*
 με τη φλογέρα κελαηδούσε.

Φώναζε η Σοφία , απ’ απέναντι, Γαρούφω
κλείσε το νερό, η βρύση μου έχει στερέψει
τους κήπους μου θέλω να ποτίσω κι εγώ
μήπως φέτος και καμιά ντομάτα δέσει .

Ολημερίς οι νέες ύφαιναν
την προίκα τους τραγουδώντας
τα παλικάρια στους αγρούς σκούπιζαν
τον ιδρώτα τους κρυφογελώντας .

Στο λιόγερμα οι κόρες
ζαλώνονταν τις στάμνες
στο γαύρο, στην κρύα βρύση,
οι ματιές έπαιζαν,  λάγνες.


Στον απολογισμό του δειλινού
σύχναζαν στη ρούγα οι κυράδες
η ρόκα ,το στημόνι, ο αργαλειός
έπιαναν κουβέντα για νταλκάδες.

.Ήλιους ζωγράφιζα
στης Σπήλιαινας το τουράκι
κουτσό έπαιζα
στου Γιούτσου το σοκάκι.

Στου μπαρμπα- Νίκου την αυλή
κουβέντα έπιανα με τ’ άστρα
κι η  θειά- Θοδώρα πρόθυμη
πήλινα μου ‘χτιζε κάστρα.

Στους κλώνους της μουριάς
κρεμούσα τα δεσμά μου
σε σεντόνι κάτασπρο υφαντό
κεντούσα τα όνειρά μου.

Πως θα ’ρθει η ποθητή στιγμή,
τα χελιδόνια κι η άνοιξη δεν θ’ αργήσουν
τ’ ανέμελα τα χρόνια μου, τα παιδικά,
τους πόθους μου τους ευσεβείς να ευλογήσουν .

Β.Κ. (Μ.Α). 27/04/2019

*(ξανάφενε) =εμφανίζεται
*αλωνάκι =προαύλιο
*(σταχταλώνι, τσελεκωνιά
βαρικά)= τοπονύμια

η γειτονιά μου


Κυριακή 5 Μαΐου 2019

Φωτογραφίες απ' το Βεσίνι


Η βρύση στο Γαύρο





Θέα από το Γαύρο

Γεφύρι στο Γαύρο








Θέα από το Βεσίνι

Β Ε Σ Ι Ν Ι



ΒΡΥΣΗ ΣΤΟ ΓΑΥΡΟ

Η πάνω γειτονιά

σπίτι Νικολάου Πανουτσακόπουλου

Βαρέλι κρασιού ( βαγένι )

Χαμοκέλα του Καρυδόγιαννη

1. σπίτι Ν. Πανουτσακόπουλου
2.σπίτι Καρυδόγιαννη - Γιούτσου - Ιωάννη Αθανασόπουλου
3.σπίτι Τσεκουλόγιαννη - Τάσου Πανουτσακόπουλου
4. δεξιά η μάντρα της αυλής του Χαράλαμπου Πανουτσακόπουλου




Ιερός ναός Κοίμησης Της Θεοτόκου 




σκαλοπάτια που οδηγούν απ' το προαύλιο της εκκλησίας στο σχολείο


καμπαναριό






προαύλιο Εκκλησίας


το προαύλιο της εκκλησίας με την πανοραμική θέα του





Δεξιά απ' τα σκαλοπάτια το σχολείο

Η κρύα βρύση




Ρέμα δίπλα στην εκκλησία

Κρύα βρύση




Στέρνα στην κρύα βρύση ( εδώ μάζευαν το νερό και πότιζαν τα περιβόλια )
οι τολμηροί νεαροί τη χρησιμοποιούσαν ως πισίνα του βουνού .


Κρύα βρύση


Άποψη κεντρικού χωριού


Ιερός Ναός Κοίμησης της Θεοτόκου
Εορτάζει 15 Αυγούστου



Κρύα βρύση


Προς τη ράχη