Ανηφορίζοντας προς τον Αη – Λια
το Φώτη βλέπω να σκαλίζει
τα περιβόλια του στα Βαρικά
με κρύο νερό ποτίζει.
Απέναντι στο Στήλο
ο Γιούτσος σιτάρι θερίζει
στης Γιωργιάς το μύλο
το αλεύρι κοσκινίζει.
Φτάνοντας και στις αχλάδες
ο Τέλης κάθεται θαρρώ
αγναντεύει τις κυράδες
ρούχα να πλένουν στο νερό.
Στην πέρα – Ράχη ο Παναγής
ψάχνει μια γίδα γεννημένη
αναρωτιέται εξ’ αρχής
που να ‘ ναι η ευλογημένη.
Στη Μούσγα συναντώ τον Καρυδόγιαννη
τ’ άρματά του ζωσμένος στο ταγάρι
κολατσίζει με τον Τσοιυραπόγιαννη
με βροντερή φωνή καλεί τον Γιαννακάρη .
Ρε Εσύ Γιάννη, μην είδες
απ’ το πρωί τις αναζητώ
κάτι ρούσες γίδες
το καλύβι μου βρέθηκε ανοιχτό.
Στον απάνου κάμπο η Παναγιώτα
καζάνι άναψε θαρρώ
τριγύρω του μαζεύει χόρτα
παστό θα κάνει χοιρινό.
Γιορτή έχουμε απόψε μεγάλη
μου λέει, του Γιαννακάρη η Φανή
όλα είναι έτοιμα με χάρη
πριν το φεγγάρι να φανεί.
Φτάνοντας στου Γιάννη τ’ αλώνι
έπιασε ψιλή βροχή
ο Βαρδόγιαννης αγριεμένος μαλώνει
με του Ντέρτη το παιδί.
Ανυπόμονος ο Λαζουράς
στη Χότσα καρτερεί
Νασιώτικος καυγάς
στήθηκε απ’ το πρωί .
Κατάκοπος φτάνω στο χωριό
όπου με καρτερούσαν όλοι μαζεμένοι
κάτω απ’ το καμπαναριό
κι ολονυχτίς ρωτούσαν απορημένοι.
Παπά- Σπύρο πες μας τι βλέπεις
στον κάτω κόσμο πως περνάς
ο Άδης είναι σκληρός και κλέφτης
δύσκολα τον ξεγελάς.
Β.Κ. (Μ.Α). 2019 / 5 / 21
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου