Πέμπτη 30 Μαΐου 2019

Βήματα νόστου


Ανηφορίζοντας στα Κουγελέικα
κάποτε μουλάρια υπήρχαν δέκα
τώρα με ρόδα και πατίνι
ανεβαίνεις προς το Βεσίνι.

Στην κρύα βρύση στέκεις
δροσιάς όνειρα πλέκεις
κι όσο πλησιάζεις
αναζητάς, τρομάζεις.

Οι δρόμοι  γεμάτοι βάτα
παντού αγκάθια αφράτα
παλιά ήταν τα περιβόλια
της άνοιξης αραξοβόλια.

Λάστιχα γέμισαν τα ρυάκια
νερόφιδα τ’ αυλάκια
σπίτια ορθάνοιχτα, αδειανά
καλύβια έρημα μεσημβρινά.

Κείτονταν κι η εκκλησιά
μονάχη είσαι Παναγιά
στο προαύλιο στέκεσαι ολημερίς
του νόστου επισκέπτες καρτερείς .

Απόσκιο πλάκωσε νωρίς
και φέτος ο χειμώνας βαρύς
δεν θ’ ακουστούν πουλιά
μόνο των γερόντων ουρλιαχτά.

Βεσίνι ! Τόπος ιερός
από αναμνήσεις υγρός
κάθε πέτρα και σκαλί
γέλιο, δάκρυ ως το πρωί.

Β.Κ. (Μ.Α). 2019-05-31



Τρίτη 28 Μαΐου 2019

Κάλπη ιι / Σατυρική δια-ροή

Πούλμαν βάζει ο Λαζουράς
πούλμαν και ο γαλατάς
να κατεβούν οι ψηφοφόροι
μη μαλλιοτραβηχτούν οι κοκόροι. 

Την Κυριακή σαν ξημερώνει
μαζεύτηκαν όλοι οι γειτόνοι
στην πλατεία της Ομόνοιας
ετεροδημότες της διχόνοιας.

Εσπευσμένα αναχωρούν για το χωριό
θέλουν μερίδα στο νοικοκυριό
να ρουφήξουν ως το μεδούλι
του μεταξοσκώληκα το κουκούλι.

Στη διαδρομή ανάβουν τα αίματα
κολάζουν τα ψέματα
φωνάζουν στον οδηγό θέλουμε στάση
καθώς κατούρημα τους έχεις πιάσει.

Στο χάνι του Καλαθά
φτάνουνε κατά τις εννιά
τους περίμενε το χρέος
του Αη – Γιώργη το δέος.

Το χωριό είναι γεμάτο
με αφίσες ως τον πάτο
τα τριαντάφυλλα ανεμίζουν
τα γαρίφαλα δακρύζουν.

Έξω απ’ το σχολειό
κόσμος μαζεμένος σορό
με χαμόγελα πλατιά
και ψηφοδέλτια στην ποδιά.

Β.Κ. (Μ.Α).  2019-06-02


Κάλπη I / Σατυρική δια-ροή.

Καθώς αγνάντευα τις αχλάδες
μου ‘ρθαν στο νου καταβολάδες
θυμήθηκα τα παιδικά μου χρόνια
που έπαιζα αμέριμνος στ’ αλώνια.

Πεντόβολα , κουτσό κι αμπάρα
έτρεχα ως την ξυλογαϊδάρα
τα βόδια να μαζέψω
νωρίς για να τα αρμέξω.

Ξωπίσω μου η Στέλλα
Ω! τι γλυκιά κοπέλα
την ψήφο μου αναζητά
λέει πως θα ‘ναι αργά μετά.

Τι έφτιαξες Στέλλα στο χωριό
όσο ήσουν στο νοικοκυριό
αναρωτιέμαι τέσσερα χρόνια
τίποτα δεν θωρώ, μα μόνο πιόνια.

Έργα έφτιαξα πολλά
ανοίξτε τα μάτια σας πλατιά
του χωριού το σιντριβάνι
που ‘χει τα χόρτα ως το ταβάνι.

Η στροφή για το Βεσίνι
για χρόνια ανέπαφη είχε μείνει
εγώ την άνοιξα κι αυτή
λίγες μέρες πριν την εκλογή.

Άμαθη ήμουν κι εγώ
έμπειρη τώρα έγινα θαρρώ
ο δήμαρχος με εκτίμησε
με θέση υπεύθυνη με τίμησε.

Την επομένη είχαμε εκλογές
μα οι κάλπες είν’ σκληρές
τιμωρούν τους επιστάτες
κι όλους τους αποστάτες.

Κλαίει η Στέλλα
που ‘χασε τη σέλα
τώρα το γαϊδούρι τρέχει
να βοσκήσει όσα έχει.

Β.Κ. (Μ.Α).  2019-05-26  


Τρίτη 21 Μαΐου 2019

Αποδήμηση

Ανηφορίζοντας προς τον Αη – Λια
το Φώτη βλέπω να σκαλίζει
τα περιβόλια του στα Βαρικά
με κρύο νερό ποτίζει.

Απέναντι στο Στήλο
ο Γιούτσος σιτάρι θερίζει
στης Γιωργιάς το μύλο
το αλεύρι κοσκινίζει.

Φτάνοντας και στις αχλάδες
ο Τέλης κάθεται θαρρώ
αγναντεύει τις κυράδες
ρούχα να πλένουν στο νερό.

Στην πέρα – Ράχη ο Παναγής
ψάχνει μια γίδα γεννημένη
αναρωτιέται εξ’ αρχής
που να ‘ ναι η ευλογημένη.

Στη Μούσγα συναντώ τον Καρυδόγιαννη
τ’ άρματά του ζωσμένος στο ταγάρι
κολατσίζει με τον Τσοιυραπόγιαννη
με βροντερή φωνή καλεί τον Γιαννακάρη .

Ρε Εσύ Γιάννη, μην είδες
απ’ το πρωί  τις αναζητώ
κάτι ρούσες γίδες
το καλύβι μου βρέθηκε ανοιχτό.

Στον απάνου κάμπο η Παναγιώτα
καζάνι άναψε θαρρώ
τριγύρω του μαζεύει χόρτα
παστό θα κάνει  χοιρινό.

Γιορτή έχουμε απόψε μεγάλη
μου λέει, του Γιαννακάρη η Φανή
όλα είναι έτοιμα με χάρη
πριν το φεγγάρι να φανεί.

Φτάνοντας στου Γιάννη τ’ αλώνι
έπιασε ψιλή βροχή
ο Βαρδόγιαννης αγριεμένος μαλώνει
με του Ντέρτη το παιδί.

Ανυπόμονος ο Λαζουράς
στη Χότσα καρτερεί
Νασιώτικος  καυγάς
στήθηκε απ’ το πρωί .

Κατάκοπος φτάνω στο χωριό
όπου με καρτερούσαν όλοι μαζεμένοι
κάτω απ’ το καμπαναριό
κι ολονυχτίς ρωτούσαν απορημένοι.

Παπά- Σπύρο πες μας τι βλέπεις
στον κάτω κόσμο πως περνάς
ο Άδης είναι σκληρός και κλέφτης
δύσκολα τον ξεγελάς.

Β.Κ. (Μ.Α).   2019 / 5 / 21







Κυριακή 19 Μαΐου 2019



Με τα βιολιά στο Βεσίνι 1970

Δια- πίστωση

Γιάννη τον λέν’ τον πρώτο-γιο
του Τέλη το καμάρι
όπου ολημερίς κράταγε θαρρώ
την γκλίτσα του με χάρη.

Από μικρός τα γίδια λάτρευε
και ακόμη συνεχίζει
καθώς πηγαίνει στο χωριό
του Δήμου το κοπάδι σελαγίζει

Αχλάδες, προσήλιο, γούπατα
θυμάται τα παιδικά του χρόνια
δρασκελίζοντας τη ρεματιά
φτάνει και στ’ Αγγελέικα αλώνια.

Του Γιαννακάρη το Θοδωρή
ήλπιζε κάθε φορά να συναντήσει
στο ξεροσακούλι και στα γουβιά
τα νέα της Γορτυνίας να του εξιστορήσει.

Μ’ ένα σάλτο, στου Γιάννη τ’αλώνι,
στο διάσελο, στον Ντέρτη βρισκόταν
στη χότσα και στους Μπαρμπούς,
τα γίδια του να στρέψει ονειρευόταν.

Στο διασελάκι του Καρυδόγιαννη
κρεμούσε το ταγάρι
στης μούσγας το δροσερό νερό
κορύτες έφτιαχνε με χάρη.

Τα πρόβατα να πιούν νερό
τα γίδια να ξεδιψάσουν
σαν πάρουν τον ανήφορο
στην πέρα- Ράχη να φτάσουν.

Στο δέντρο του Σταύρου, στις Αχλάδες
τη στρούγκα του είχε ετοιμάσει
με ζήλο πρωί και βράδυ άρμεγε
φρέσκο τυρί να δοκιμάσει.

Κατηφορίζοντας α’ το Στήλο στην τσελεκωνιά ,
το λιβάδι του Αη- Λια θωρούσε
στο τσιουρούμπι να πάρει ανάσα, κάθεται
τα κουδούνια ν’ ακούσει καρτερούσε.


Β.Κ. (Μ.Α).     2019-05-19  

Πέμπτη 16 Μαΐου 2019

Δια - μαρτυρία

Και τι δεν θα ‘δινα
τα τελευταία μου χρόνια
να ‘ναι πάντοτε εκεί
ανέμελα στ’ αλώνια.

Αν έγκαιρα φρόντιζαν οι προεστοί
το δρόμο να είχαν φτιάξει
το σούρουπο όλοι μαζί οι χωρικοί
τα φώτα της ΔΕΗ θα είχαν ανάψει.

Άραγε εσκεμμένα ολιγώρησαν
αναρωτιέμαι τώρα
ίσως κάτι θα τους έταξαν
την κρίσιμη εκείνη ώρα.

Έτσι, αποφάσισαν
δίχως δεύτερη σκέψη
οι αναμνήσεις του χωριού
νωρίς να ‘χουν στερέψει.

Χούντα ήτανε θαρρώ
το καθεστώς ε-τότε
τρία χωριά μαζεύτηκαν
στου κάμπου το φόρτε .

Του γέρο- Χρήστου του στρατηγού
δεν τ’ άρεσαν τα μαντάτα
το χέρι χώνει στην τσέπη του βαθιά
να φτιάξει αποφάσισε τη στράτα.

Πρότεινε δε ,ο δρόμος
απ’ τις τρόκλες ν’ ανηφορίζει
δεν είναι το έδαφος σαθρό
και δύσκολα βυθίζει.

Ατίθασοι οι προεστοί,
τα λόγια του δε σεβάστηκαν
διάλεξαν ο δρόμος να φτιαχτεί
όπως αυτοί φαντάστηκαν.

 Συνεπώς χαράχτηκε,εκεί όπου
δεν θα χρειάζονταν πολλά φουρνέλα
καθώς θα τελείωνε νωρίς
λεφτά θα τους έμεναν ακόμη και στη φανέλα.

Β.Κ. (Μ.Α).
2019-05-08


Τρίτη 14 Μαΐου 2019

Πρωτόλεια σχολικά χρόνια

Οχτώ η ώρα καθημερινά
χτυπούσε η καμπάνα
ειδοποιούσε όλα τα παιδιά
μην κάνουνε κοπάνα.

Πηδούσε ο Πάκης  τα σκαλιά
τρέχοντας να πάει σχολείο
εγώ καθόμουν στην ποριά
ονειρευόμουν ξύλινο θρανίο.

Ο Γιουτσόγιαννης πίσω του θαρρώ,
του τσεκουλογιώργη η Μαρία,
του Τσεκουλόγιαννη  η Λενιώ
αμέριμνη στη γεωγραφία.

Του Σπηλιάκου τα παιδιά
ξεχνούν την μπάλα της παρέας
νυστάζει στου Φώτη τα σκαλιά
του Αρίστου ο Αντρέας.

Η Βάσω του Γάτσιου κι η Μαρία
φωνάζουν την Πηνιώ
όπου μονάχη κάθεται σε μια γωνία
το Γιώργη καρτερεί θαρρώ.

Ο Περικλής του Παναγή
ετούτη τη χρονιά είναι τιμωρημένος
το Πάτερ Υμών να λέει κάθε πρωί
καθότι ο βαθμός του βρέθηκε αλλαγμένος.

Ο δάσκαλος στην πόρτα καρτερεί
συλλέγει τα ξύλα ένα- ένα
η σόμπα στο βάθος ψυχορραγεί
των παιδιών τα χέρια παγωμένα.

Απ’ το τζάμι κοιτάζει αγέρα και βροχή
που δεν λένε να ησυχάσουν
το νου του δεν έχει στην προσευχή
τα κεραμίδια σκέφτεται, θα σπάσουν.

Χιόνι πολύ, προβλέπεται από νωρίς
κι αυτή η βαρυχειμωνιά
τσουχτερό κάνει το κρύο εξ’ αρχής
θα’ χουμε δύσκολη η χρονιά . 


Β.Κ. (Μ.Α). 2019-05-14


Δευτέρα 13 Μαΐου 2019

Η γειτονιά μου

Στο πάνω μέρος του χωριού
βρίσκονταν η γειτονιά μου
σπιτάκια τρία στη σειρά
κούρνιαζαν σιμά μου.

Στης αυλής τη μάντρα
θρονιαζόταν η σκάφη με τ’ ακόνι
στα πέτρινα λαξευτά σκαλιά
καθόταν η γιαγιά με το βελόνι.

Στο φούρνο έψηνε η μάνα μου
τα ζυμωτά  καρβέλια
φεγγοβολούσε όλη η γειτονιά
απ’ των παιδιών τα γέλια.

Στον πλάτανο της εκκλησιάς
τσίπουρο κερνούσε του Φώτη το καφενείο
παπάς, δάσκαλος και γραμματικός
κολιτσίνα έπαιζαν πλάι στο σχολείο.

Κατά τις δέκα το πρωί ξανάφενε*
απ’ της Αγια- Παρασκευής τη στράτα
ο κυρ- Πάνος, ταχυδρόμος του χωριού
φορτωμένος στην τσάντα του μαντάτα.

Όλοι έτρεχαν να τον υποδεχτούν
στης εκκλησιάς το πέτρινο αλωνάκι*
η Περσεφόνη, η Παναγιώτα, η Μαριγώ
απ’ τους φίλους περίμεναν ραβασάκι.

Όταν κουδούνια ακούγονταν  
στου Αη Λιά* το πλάι,
ο Τέλης, φύλακας πιστός στα Βαρικά*
το περιβόλι της Γιωργιάς φυλάει.

στου Σταχταλώνι*  ο Αρίστος
τα πρόβατά του σαλαγούσε
κι ο Σπύρος στην Τσελεκωνιά*
 με τη φλογέρα κελαηδούσε.

Φώναζε η Σοφία , απ’ απέναντι, Γαρούφω
κλείσε το νερό, η βρύση μου έχει στερέψει
τους κήπους μου θέλω να ποτίσω κι εγώ
μήπως φέτος και καμιά ντομάτα δέσει .

Ολημερίς οι νέες ύφαιναν
την προίκα τους τραγουδώντας
τα παλικάρια στους αγρούς σκούπιζαν
τον ιδρώτα τους κρυφογελώντας .

Στο λιόγερμα οι κόρες
ζαλώνονταν τις στάμνες
στο γαύρο, στην κρύα βρύση,
οι ματιές έπαιζαν,  λάγνες.


Στον απολογισμό του δειλινού
σύχναζαν στη ρούγα οι κυράδες
η ρόκα ,το στημόνι, ο αργαλειός
έπιαναν κουβέντα για νταλκάδες.

.Ήλιους ζωγράφιζα
στης Σπήλιαινας το τουράκι
κουτσό έπαιζα
στου Γιούτσου το σοκάκι.

Στου μπαρμπα- Νίκου την αυλή
κουβέντα έπιανα με τ’ άστρα
κι η  θειά- Θοδώρα πρόθυμη
πήλινα μου ‘χτιζε κάστρα.

Στους κλώνους της μουριάς
κρεμούσα τα δεσμά μου
σε σεντόνι κάτασπρο υφαντό
κεντούσα τα όνειρά μου.

Πως θα ’ρθει η ποθητή στιγμή,
τα χελιδόνια κι η άνοιξη δεν θ’ αργήσουν
τ’ ανέμελα τα χρόνια μου, τα παιδικά,
τους πόθους μου τους ευσεβείς να ευλογήσουν .

Β.Κ. (Μ.Α). 27/04/2019

*(ξανάφενε) =εμφανίζεται
*αλωνάκι =προαύλιο
*(σταχταλώνι, τσελεκωνιά
βαρικά)= τοπονύμια

η γειτονιά μου


Κυριακή 5 Μαΐου 2019

Φωτογραφίες απ' το Βεσίνι


Η βρύση στο Γαύρο





Θέα από το Γαύρο

Γεφύρι στο Γαύρο








Θέα από το Βεσίνι

Β Ε Σ Ι Ν Ι



ΒΡΥΣΗ ΣΤΟ ΓΑΥΡΟ

Η πάνω γειτονιά

σπίτι Νικολάου Πανουτσακόπουλου

Βαρέλι κρασιού ( βαγένι )

Χαμοκέλα του Καρυδόγιαννη

1. σπίτι Ν. Πανουτσακόπουλου
2.σπίτι Καρυδόγιαννη - Γιούτσου - Ιωάννη Αθανασόπουλου
3.σπίτι Τσεκουλόγιαννη - Τάσου Πανουτσακόπουλου
4. δεξιά η μάντρα της αυλής του Χαράλαμπου Πανουτσακόπουλου




Ιερός ναός Κοίμησης Της Θεοτόκου 




σκαλοπάτια που οδηγούν απ' το προαύλιο της εκκλησίας στο σχολείο


καμπαναριό






προαύλιο Εκκλησίας


το προαύλιο της εκκλησίας με την πανοραμική θέα του





Δεξιά απ' τα σκαλοπάτια το σχολείο

Η κρύα βρύση




Ρέμα δίπλα στην εκκλησία

Κρύα βρύση




Στέρνα στην κρύα βρύση ( εδώ μάζευαν το νερό και πότιζαν τα περιβόλια )
οι τολμηροί νεαροί τη χρησιμοποιούσαν ως πισίνα του βουνού .


Κρύα βρύση


Άποψη κεντρικού χωριού


Ιερός Ναός Κοίμησης της Θεοτόκου
Εορτάζει 15 Αυγούστου



Κρύα βρύση


Προς τη ράχη