Τρίτη 2 Ιουλίου 2019

Θρυμματισμένοι κόποι

Στη σκιά των στίχων μου ταξιδεύω
δίχως σταθερή πυξίδα στο χάρτη
κωπηλατώντας μια ξύλινη βάρκα
φτάνω σε αδιέξοδο του χρόνου μονοπάτι.

Δαμάζω τα κύματα ένα προς ένα
όνειρα ανακαλύπτω τσαλακωμένα
νήματα σκότους θυμίζουν τεντωμένα.

Και εκεί που παλεύω τα μάγια να λύσω
μια γοργόνα έρχεται ξωπίσω
μακριά φύγε, μου λέει, απ’ αυτά τα μέρη
μην περιμένεις να ‘ρθει πάλι καλοκαίρι.

Δεν είναι αλήθεια, της ψιθυρίζω
εκλογές έχουμε και ελπίζω
όλα μπορούν να τεθούν σε λειτουργία
ο κρατικός μηχανισμός δεν θα ‘χει απεργία.

Μην αυταπατάσαι παιδί μου,
δακρυσμένη συνεχίζει
εδώ όποιος την τύχη του αναζητά
φοβάμαι άδικα ελπίζει
όλοι κοιτούν την τσέπη τους πως θα γεμίζουν
τους κόπους σου στα θρανία θρυμματίζουν.


 Β.Κ. ( Μ.Α. ) 2019 / 07/ 02  Μ.Α.

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2019

_______Στην Υγειά Μας________


Πλησιάζουν οι εκλογές
ντόρος πολύς γίνεται για αυτές
οι δημοσιογράφοι δίνουν- παίρνουν
το κομποσκοίνι των υποψήφιων σέρνουν.
Από τη μια ο Ένας τάζει
απ’ την άλλη ο Άλλος βράζει
ψηφίστε Αυτόν όλοι λένε
αναρωτιέμαι αύριο ποιοι θα κλαίνε.
Τα τηλεοπτικά κανάλια πήραν φωτιά
τα παντελόνια μας γίνηκαν κοντά
καλούν υποψήφιους στις ειδήσεις
πυρά στιγματίζουν τις εξελίξεις.
Άραγε έχει ωριμάσει το σταφύλι
ή μήπως άγουρη η γεύση του στα χείλη
μοιάζει αδιανόητο ο καθείς να καταλάβει
μεθαύριο τι κρασί θα μεταλάβει.
Τα μάτια σου λαέ μου, άνοιξε να δεις
οι καρέκλες φάρδυναν για τους ευτραφείς
το μοναδικό σου λιγοστό σκαμνί
ολοένα στενεύει και αιμορραγεί.
Β.Κ. (Μ.Α.) 2019-07-01

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2019

16 Ετών ( Παιδί )

Δίχως τα βλέφαρα να κινηθούν
μήπως κι εχθροί μ’ αντιληφθούν
κλεφτές ματιές στην πόλη έριχνα  
καθώς στο λόφο ήμασταν αραδιασμένοι
τσουβάλια άδεια, με ανησυχία γεμισμένοι.

Μαύρος καπνός σκέπαζε το παρελθόν
μπαρούτι μύριζε το παρόν.
Κι εμείς, ορθοί στημένοι, ώρες πολλές
απέναντι στα κανονιοβόλα
μας σημάδευαν
αδίσταχτων εκτελεστών τα πυροβόλα.

Τα δευτερόλεπτα έτη αναμονής
τα λεπτά αιώνες αγωνίας
εκκωφαντικοί οι χτύποι της καρδιάς μας
άτονες οι ανάσες της σιγαλιάς μας.

Το χέρι μου ο πατέρας σφιχτά κρατούσε
του αδερφού μου, πιο σφιχτά να μην φοβάται
καθότι παιδί εντεκάχρονο αυτός
κι εγώ, παλικάρι αμούστακο
τα νιάτα μας λυπάται.

Τελευταία εικόνα που μου ‘ρχεται στο νου
είναι εκείνη της μάνας μου
στην αυλόθυρα του σχολείου στριμωγμένη
στο βλέμμα της η απορία ζωγραφισμένη
το πρόσωπό της αυλάκωνε η αγωνία,
η θλίψη, το μίσος και η αδικία.
Αναρωτιέμαι μα δεν τολμώ να το ψελλίσω
πέθανε ή ζει ,άραγε θα τη δω όταν γυρίσω.

Ακούσαμε φωτιά πως βαλαν στο σχολείο
ράγισε η ανάσα μας  στα δύο
κοιταχτήκαμε με βλέμμα λυπημένο
άδικο κι αδίσταχτο το κατεστημένο.

Κάποιοι ρώτησαν
τι θα κάνετε με εμάς
τα σκυλιά που αλυχτούσαν
διφορούμενα απαντούσαν
θα έρθει και για εσάς ο μποναμάς.

Νεκρώθηκε ο στοχασμός
κατέλαβε τη θέση του ο φόβος, η αγωνία
αδημονούσαμε να δούμε τι θα γίνει
ποτάμι το δάκρυ έσταζε,
έβραζε η ανάσα σε καμίνι. .

Το σύνθημα ακούστηκε απ’ την πόλη
φωτιά πήρε το βόλι
σαν πούπουλα ελεύθερου Γιατί
πέφτουν οι πρώτοι στο λόφο του Καπή .

Δεν πρόλαβα ν’ αρθρώσω λέξη
νεκρός  κι ο πατέρας του Αλέξη
πέφτουμε με τον αδερφό μου πιο εκεί
της στιγμής ιδέα ,αστραπιαίος στοχασμός
να γλιτώσουμε του εχθρού τον πυροβολισμό.

Τα αδίσταχτα σκυλιά
δεν αρκούνται στο αίμα που κυλά
ανάμεσα στα πτώματα περπατούν
αναποδογυρίζοντάς Τα
όποιο αναπνέει ακόμη , ποδοπατούν
ρίχνοντάς Του τη χαριστική βολή
δολοφονώντας και το τελευταίο παιδί.


Β. Κ . (Μ.Α ) 2019-06-25






Πέμπτη 13 Ιουνίου 2019

Απολιθωμένο όνειρο

Κυλά το δάκρυ της δροσιάς
στο απολιθωμένο όνειρο
αλαβάστρινο
 ρέει στο διάβα του,
γίνεται πηγή έμπνευσης 
αποδοχή ζωής
.
Πότισε το βασιλικό που κείτονταν αμέριμνα
στο πέτρινο πρεβάζι
και κατηφόρισε στο γιασεμί
που φλυαρούσε με τον ήλιο,
στα κρίνα που επαι
νούσαν την πνοή του ανέμου.
Τα πέταλα πλημμύρισαν με προσμονή
κι οι στήμονες με όνειρα
αποθηκεύοντας τη γύρη της ελπίδας
.

Γίνηκαν οι ρίζες απαράμιλλες
εμπρός στην οξυδέρκεια του λόγου
.

Μίλησε το φεγγάρι θαρρώ
τόλμησε να πει μια καλημέρα 
στην ξεχασμένη μουριά .

Β. Κ. (Μ.Α)

Σάββατο 8 Ιουνίου 2019

Κουβέντες σοφές

Πρωί – πρωί , πριν βγει ο ήλιος και πυρώσει
μονοπάτι διάβαινα, με ανήφορο το ‘χαν στρώσει
πριν φτάσω στην πρώτη κορυφή, την ξυλογαϊδάρα
τρέμουλο και σύγκρυο μ’ έπιανε, γιατί είχε αντάρα.

Παιδιά κοιμόντουσαν καταμεσής στο δρόμο
ποτέ τους δεν φοβόντουσαν τον αγρονόμο
ο Δήμος  θυμάμαι, ο Γιάννης κι ο Λάκης
κάτω από βράχους τους έβρισκα πολλάκις.

Ένα από εκείνα, θυμάμαι, τα πρωινά
κουρασμένη εμφανίζομαι από μακριά
κατάχαμα να κείτεται πουκάμισο, βλέπω μπλε
ποιος να’ ναι άραγε κάτω απ’ τον μπερέ.

Σημασία δεν δίνω, προσπερνώ και φεύγω όπως-όπως
πιο πέρα σκέφτομαι, κάποιος κοιμάται ποικιλοτρόπως
πίσω γυρίζω, πλησιάζω κοντά  και τι να δω:
ο Τελόγιαννης κοιμάται πέραν τις οχτώ.

Σήκω Γιάννη, μόνα τους τα γίδια παράτησες
τις ορμήνιες  του πατέρα σου παράκουσες
Σαν γλεντάς τη νύχτα , σπίτι να γυρνάς μετά τις έξι
μην τυχόν και παραπατήσεις , να προλάβει να φέξει.

Σαν βγαίνει ο ήλιος στου παπά το κλήμα
συνεχίζει ο Τέλης , Τότε θα ‘ναι κρίμα
στ’ αλωνάκι , στα βράχια η σελήνη σαν φτάσει
το παιδί σου με ζήλο θα έχει τον ύπνο ξεπεράσει.

Σοφές κουβέντες , όλο περίσκεψη κι υπομονή
ποιος τις άκουγε τότε με προσοχή
σαν ο Τέλης έφυγε για ταξίδι δίχως γυρισμό
τότε ο Γιάννης στοχάζεται με μαρασμό.

Ο παπάς της Δίβριτσας στο χαιρετισμό του,
το είπε ευκρινώς
απόγονο πίσω του άφησε ο Τέλης, το Γιάννη,
τίμιος και σωστός
τα σκήπτρα θέλει να του δώσει
κερί και λάδι να πιστώσει
ξέρει πως έχει κτήμα με ελιές
παραδίπλα στις πορτοκαλιές
ένα μπουκάλι λάδι τη χρονιά
θα δίνει σε κάθε εκκλησιά.


Β.Κ. (Μ.Α). 2019-06-08

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2019

Από το χθες στο Σήμερα

Αμέριμνη στεκόμουν στο διπλανό παρτέρι
κι αγνάντευα δυο γριές γυναίκες με τσεμπέρι
ποιες να’ ναι άραγε, και τι να λέν’ με ντόρο
καθώς στρογγυλοκάθονται στης αυλής το χώρο

Η μια είν’ η γυναίκα του Σπύρου, η Βαγγελιώ
η άλλη ήταν η Τέλαινα την έλεγαν Αγγέλλω
κουβέντα στήσανε στον ίσκιο που έφερνε η Σελήνη  
η μια κοίταγε τον Πητεμό κι άλλη το Βεσίνι.

Με πειράγματα μεταξύ τους μονολογούσαν
τα χρόνια τα παλιά αναπολούσαν
Πως πέρασαν, λέει η Αγγέλλω, τα χρόνια
θυμάσαι Βαγγελιώ όταν έρχονταν τα χελιδόνια

Φωλιές έχτιζαν στις πέτρινες σκεπές μας.
κι εμείς χαρούμενες στις όμορφες αυλές μας
ακούγοντας τα πρόβατα κι ένα κοπάδι γίδια
κάθε χρονιά θαρρώ πως έρχονται τα ίδια.

Θυμάσαι Αγγέλλω τέτοια εποχή είχε πολύ χορτάρι
πρωί- πρωί ζαλωνόμασταν στον ώμο το ταγάρι
σαν χάραζε ήμασταν μες στον Αη- Λιά, στην κορυφή
αγναντεύοντας το κατάκολο μας έπιανε ταραχή.

Κατόπιν κατηφορίζαμε, στην πέρα ράχη πάμε
φρέσκη κουλούρα και τυρί στη μούσγα για να φάμε
μαζεύαμε τα πρόβατα στου Γιούτσου το λημέρι
αρμέγαμε από νωρίς, πριν μας πιάσει μεσημέρι.

Γάλα πιάναμε πολύ, γεμίζαμε πολλάκις την καρδάρα
τυροκομιό είχαμε στα δέντρα στην ξυλογαϊδάρα
υποχρεώσεις  πολλές, τα χωράφια ήταν νοικιασμένα
για να ξεχρεώσουμε δέκα κιλά τυρί δίναμε στον καθένα.

Πώς να ξεχάσω Βαγγελιώ το θέρο, τ’ αλώνι ,το πότισμα, τον σκάλο
παρέα με τον Σταύρο, την Τασία και το Γιάννη  συντάσσαμε πλάνο
ολημερίς θερίζαμε με κολατσιό μονάχα, αποβραδίς δεμάτια δέναμε,
πριν φέξει κι ο ήλιος βγει , φορτώναμε τα ζα ,στ’ αλώνι τα πηγαίναμε.

Το βράδυ σαν μαζευόμαστε στο χωριό, στης εκκλησιάς τ’αλωνάκι
τους άντρες συναντούσαμε τσίπουρο να πίνουνε, να έχουνε μεράκι
γυναίκες ελάτε καθίστε εδώ, μας φώναζαν, αντάμα να τα πιούμε
έχει ο Θεός και για μας τους φτωχούς, ως αύριο κάτι θα σκεφτούμε.

Γεράσαμε Βαγγελιώ, βαραίνουν τα χρόνια μας στην πλάτη, τι περιμένεις
ρόζους στα χέρια, στο μέτωπο αυλακιές, ο χάρος μας καρτερεί, μην επιμένεις
Σουτ! Αγγέλλω, τι είναι αυτά που σκέφτεσαι, μην λες τέτοια κουβέντα
εμείς θα του ξεφύγουμε, εξαίρεση είμαστε, σείονται τα ντοκουμέντα.

Δίχως να μας ρωτήσει τους άντρες μας πήρε κι Εσένα το παιδί σου
δεν πρόκειται να το κουνήσουμε ρούπι απ’ την αυλή σου
Αχ ρε Βαγγελιώ, αν έπιαναν αυτά στον κάτω κόσμο, στον Άδη
χαρούμενοι θα είμαστε, δεν θα’ χαμε στην καρδιά ποτέ σκοτάδι.

Β.Κ. (Μ.Α).
Μάιος 2019 ( 2019-05-26 )