Η Αγγέλω, η Σοφία κι η Γιωργιά
στη ράχη βγήκαν πριν τις εννιά
μακρόσυρτο βιλάρι να μαζέψουν
τον αργαλειό νωρίς να στέψουν.
Έρχεται και η Βαγγελιώ
γέλια ακούγονται σ’ όλο το χωριό
Γυναίκες, λέει, του Σταύρου η Τασία
κόλλυβα πάει στην εκκλησία.
Της Κεκέπως το φουστάνι
γύρω-γύρω τρύπες έχει κάνει
λέτε να το έφαγε ο σκόρος
ή του Σταυραντρέα ο σπόρος.
Της Σπήλιαινας οι καρυδιές
φέτος στέρφες μείναν οι καψερές
ενώ, του Καρυδόγιαννη οι κερασιές
γεμάτες καρπό είναι κι ανθηρές.
Στην κρύα βρύση η Παναγιώτα
πλένει ένα τσουβάλι χόρτα
άραγε κάτι νόστιμο να ετοιμάζει
ή το σώβρακο του Αρίστου κατεβάζει.
Παραδίπλα η Χαρίκλεια του Ρετσινά
κουρελούδες με τον κόπανο χτυπά
του Καλύβα μεγαλοπιάνεται η γυναίκα
ενοχλείται βλέπεις πριν τις δέκα.
Η Πατρίνα αλαφιασμένη ειδοποιεί
το νεροπούλο που σήμερα αργεί
η στέρνα νερό ως απάνω έχει γεμίσει
Χαρίλαε,φώναξε την Πηνελόπη να ποτίσει.
Κυνηγά στης Μυρόνας την αυλή
η Σουλτάνα τον Ντέρτη πρωί- πρωί
άντρα μου έλα, κάθισε εδώ
στο διάσελο δεν μπορώ να ‘ρθω.
Μαλλιά ξαίνει η Χρυσούλα
την Κανέλα φωνάζει η Νικούλα
στο παραθύρι βγαίνει η Διαμάντω
στου Μόνια τον κήπο κάνει κουμάντο.
Του Σπηλιάκου τη Γιωργούλα
πόνοι την έπιασαν στα ούλα
τρέχει, στο Δήμο πάει
με την τανάλια το δόντι της χαλάει.
Η Δήμαινα η καημένη
φωνάζει λυπημένη
σήμερα Γιωργούλα μη φας
τα δόντια σου να τα φυλάς.
Στ’ αλωνάκι η Βλαγκοπούλου Αμαλία
φορώντας μαύρη κελεμπία
φορώντας μαύρη κελεμπία
με ανυπομονησία τον ταχυδρόμο καρτερεί
παιδιά έχει η καημένη στην Αμερική.
Του Γιούτσου η κυρά- Διονυσία
αγναντεύει σκεφτική απ'την πλατεία
ταξίδι ετοιμάζεται να κάνει αλαργινό
πολύ μακριά θα στήσει το νοικοκυριό.
Του Βαρδόγιαννη η Κρίνα
κλέγοντας ξεκίνησε για την Αθήνα
το Γιάννη ψάχνει εδώ και καιρό στο Μύλο
που κλέφτηκε κρυφά με τη Βασίλω.
Του Λαζουρά η γυναίκα, η Βακώ
απ’ το πρωί ψάχνει σ’ όλο το χωριό
στου Τσεκουλογιώργη το σπίτι πάει
την κόρη του την Ολυμπία ρωτάει.
Η μάννα σου Ολυμπία που ξενυχτά
κάθε βράδυ με φακό τη βλέπω να γυρνά
Στην πεθερά της την Αντρίκαινα πηγαίνει
ψήφισμα με συμβούλιο κάθε βράδυ βγαίνει.
Του μπαρμπα- Νίκου η Θοδώρα
από βραδύς ετοιμάζει πλούσια δώρα
την κόρη της την Λαμπρινή παντρεύει
τα ταψιά και τα τεντζερέδια της σμιλεύει.
Τα νέα συνεχίζει, η Βαγγελιώ να λέει
απ’ τα γέλια κατουρήθηκε και κλαίει
γυναίκες, τι να πούμε η ώρα να περάσει
η Ευθυμία ξύπνησε πρωί αυγά να βράσει.
Ακούτε Γυναίκες ,ένα έχω να σας ειπώ
η Θανάσω λέει, θέλω να παντρευτώ
μα ο Καπετάνιος επίμονα αρνείται
ψάχνει για κότες στα ρέματα, φυλαχτείτε.
Κάπως έτσι, ευχάριστα πέρασε η ώρα
χαμπάρι δεν πήραν, έπιασε μπόρα
στου Νιόνιου το μπαλκόνι τρυπώνουν
τα ράσα του παπα- Νίκου φουντώνουν.
Β.Κ. (Μ.Α). 2019-06-04
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου